ονίας

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

Greek Monolingual

ὀνίας, ὁ (Α)
είδος ψαριού, πιθ. σκάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + επίθημα -ίας (πρβλ. ακανθίας, καρχαρίας)].