ὀνίας
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
-ου, ὁ, a sea-fish, a kind of scarus, perhaps Smaris vulgaris, Nic. Thyat. ap. Ath.7.320c.
German (Pape)
[Seite 347] ὁ, eine eselgraue Art des Seefisches Skarus, Ath. VII, 320 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνίας: -ου, ὁ, εἶδος σκάρου (scarus) κληθέντος οὕτως ἐκ τοῦ χρώματος, Ἀθήν. 320C, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 99.
Greek Monolingual
ὀνίας, ὁ (Α)
είδος ψαριού, πιθ. σκάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + επίθημα -ίας (πρβλ. ακανθίας, καρχαρίας)].