σκάρος
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
English (LSJ)
ὁ, a sea-fish, the
A parrot-wrasse, Scarus cretensis, supposed by the ancients to chew the cud, Epich.54, Arist.HA508b11, Archestr.Frr.13,41 (where σπάρον is dub. cj.), PCair.Zen.83.2 (iii B.C.), Gal.Vict.Att.8. (Prob. from σκαίρω, Arist.Fr.332.) [ᾰ, ll. cc.; ᾱ dub. in Philem.79.20.]
σκάρος [ᾰ], εος, τό, = σκαρθμός, EM723.2. σκαρπαδεῦσαι, v. σκαπερδεύω. σκάρτας· ταχύς, Hsch. σκαρφᾶσθαι· σκεδάννυσθαι, Id. (Cf. οδοσκάρφα.) σκάρφος, v. κάρφος.
German (Pape)
[Seite 890] ὁ, der Sprung, E. M. 723 A. ὁ, ein Meerfisch, von dem die Alten glaubten, daß er wiederkäue; Epicharm. u. Archestr. b. Ath. VII, 319 a; soll von σκαίρω herkommen; Luc. histor. conscr. 28. – [Über die Quantität s. Mein. Men. p. 386.]
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκάρος -ου, ὁ [σκαίρω] papegaaivis.
Russian (Dvoretsky)
σκάρος: ὁ скар (Scarus Cretensis, рыба из семейства губанов, якобы отрыгивающая жвачку) Arst., Anth.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΑ
ζωολ. κοινή ονομασία του περκόμορφου ψαριού Sparisonea (Euscarus) cretense, που χαρακτηρίζεται από μεγάλα στρογγυλωτά λέπια και μικρό σφιχτόκλειστο στόμα σαν ράμφος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ- του σκαίρω «χοροπηδώ, πηδώ». Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω τών ζωηρών κινήσεων που κάνει].
(II)
ο, Ν σκαρίζω
η έξοδος ποιμνίου σε βοσκή, κυρίως τη νύχτα, καθώς και η κατάλληλη για βοσκή ώρα και η ίδια η βοσκή («και σαν νυχτώσουν τα βουνά και πάει αυτός στο σκάρο», Κρυστ.).
(III)
-ους, τὸ, Α
το πήδημα, ο σκαρθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. σκαρ- του σκαίρω «πηδώ, σκιρτώ»].
Greek (Liddell-Scott)
σκάρος: ὁ, θαλάσσιος ἰχθύς, scarus Cretensis, περὶ οὗ ἐνόμιζαν οἱ παλαιοὶ ὅτι εἶναι μηρυκαστικόν, Ἐπίχ. 24 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 25, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 320Α. (Πιθαν. ἐκ τοῦ σκαίρω, Ἀριστ. Ἀποσπ. 313). [ᾰ, ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἐννίῳ scārus, Meineke εἰς Φιλήμ. («Στρατ.» 1. 20), σ. 386).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: fishname
See also: s. σκαίρω.
Frisk Etymology German
σκάρος: {skáros}
Grammar: m.
Meaning: Fischname
See also: s. σκαίρω.
Page 2,720