ονοειδής

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

ὀνοειδής, -ές (Α) όνος
αυτός που είναι όμοιος με όνο. Επίρ. ὀνοειδῶς (Α)
σαν όνος, σαν γαϊδούρι.