ονοθυσία

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

ὀνοθυσία, ἡ (Α)
θυσία όνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + θυσία.