ὀνοθυσία

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source

German (Pape)

[Seite 348] ἡ, das Eselsopfer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοθυσία: ἡ, θυσία ὄνων, μεταγεν.

Greek Monolingual

ὀνοθυσία, ἡ (Α)
θυσία όνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + θυσία.