Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
ὀνοκόπος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. θυροκόπος.