ονοματουργός
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
Greek Monolingual
ὀνοματουργός, ὁ (Α)
ονοματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -ουργός].
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
ὀνοματουργός, ὁ (Α)
ονοματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -ουργός].