ονοματουργός
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Greek Monolingual
ὀνοματουργός, ὁ (Α)
ονοματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -ουργός].
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
ὀνοματουργός, ὁ (Α)
ονοματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -ουργός].