πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
ὀνόρυγχος, ἡ (Μ)είδος άγριου ακανθώδους φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ῥύγχος.