οξυζενέ

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source

Greek Monolingual

το
το οξυγονούχο ύδωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. επίθ. oxygene «αυτός που περιέχει οξυγόνο» (βλ. λ. οξυγόνο)].