οξύβαφον

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

Greek Monolingual

ὀξύβαφον και ὀξόβαφον, τὸ (Α)
1. μικρό δοχείο για το ξίδι, αγγείο ξιδιού, ξιδερό
2. είδος μικρού πήλινου ποτηριού
3. μονάδα μέτρησης, ισοδύναμη με το 1/4 της κοτύλης, περίπου 1/8 της λίτρας
4. μικρό είδος κυμβάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + βάπτω.