ὀξύβαφον
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
τό, (βάπτω)
A small vinegar-saucer: then, generally, shallow earthen vessel, saucer, Hp. Morb.2.47, Cratin.187, Ar.Av.361, Antiph. 163.5(v.l.), Eub.65, Inscr.Délos 407.18 (ii B.C.), etc.
2 pl., a kind of harmonica made of saucers of different materials struck with a wooden hammer, Phlp. in de An.353.13 (ὀψόβ-codd.), Suid.s.v. Διοκλῆς.
II as a measure, the fourth part of a κοτύλη, about 1/8 of a pint, μέλιτος Alex.172.11, cf. Thphr. HP 9.11.7, al., Nic.Th.598, Dsc.3.27. (The form ὀξόβαφον BGU781 iii 5 (i A.D.), PMed.Strassb.p.7 K., is condemned by Phryn. PSp.97 B.)
German (Pape)
[Seite 351] τό, Essignäpfchen zum Eintauchen, βάπτω, u. übh. ein flaches Tischgeschirr; Ar. Av. 361; εἶδος κύλικος μικρᾶς κεραμέας, Ath. XI, 494 c aus Antiphan; Lucill. 64 (XI, 105); vgl. Ath. II, 67 e u. Suid. – Als Maaß, der vierte Teil der κοτύλη od. 24 Drachmen. – Auch ein musikalisches Instrument, z. B. Anonym. Bellerm. de mus. 17.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. sorte de saucière pour le vinaigre ; p. ext.
1 saucière ou bol en gén.
2 vase à boire en forme de saucière;
II. mesure d'un quart de cotyle ou de 24 drachmes.
Étymologie: ὀξύς, βάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύβᾰφον: (ῠ) τό
1 уксусник Arph.;
2 соусник Arph.;
3 оксибаф (мера жидкостей = 0.0684 л).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύβᾰφον: τό, (βάπτω) μικρὸν ὄξους δεκτικὸν σκεῦος, ἀλλὰ καὶ ποτήριον καὶ εἶδος μικρᾶς κύλικος κεραμέας, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 361, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Μυλωθρίδι» 1. 2, κτλ. 2) μικρὸν εἶδος κυμβάλου, Chappell Anc. Music σ. 293. ΙΙ. ὡς μέτρον, τὸ τέταρτον κοτύλης, περίπου τὸ ἓν ὄγδοον τῆς λίτρας, μέλιτος Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 11, πρβλ. Νικ. Θηρ. 598.
Greek Monolingual
ὀξύβαφον και ὀξόβαφον, τὸ (Α)
1. μικρό δοχείο για το ξίδι, αγγείο ξιδιού, ξιδερό
2. είδος μικρού πήλινου ποτηριού
3. μονάδα μέτρησης, ισοδύναμη με το 1/4 της κοτύλης, περίπου 1/8 της λίτρας
4. μικρό είδος κυμβάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + βάπτω.
Greek Monotonic
ὀξύβᾰφον: τό (βάπτω), μικρό δοχείο για τη φύλαξη του ξιδιού· έπειτα, γενικά, ρηχό δοχείο, μικρό κύπελλο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὀξύ-βᾰφον, ου, τό, βάπτω
a vinegar-saucer, then, generally, a shallow vessel, saucer, Ar.