οπισθίδιος
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
ὀπισθίδιος, -ία, -ον (Α)
οπίσθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπισθεν + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νοσφίδιος)].