ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ὁρατής, ὁ (Α)θεατής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. όρα- του ὁρῶ + κατάλ. -της].