ορατής

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

ὁρατής, ὁ (Α)
θεατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. όρα- του ὁρῶ + κατάλ. -της].