ορειχαλκίτης

From LSJ

μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men

Source

Greek Monolingual

ο
(ορυκτολ.) ανθρακικό ορυκτό του υδροξειδίου του ψευδαργύρου και του χαλκού, αλλ. αουριχαλκίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. aurichalcite < λατ. aurichalcum / orichalcum < αρχ. ὀρείχαλκος. Η γρφ. της λ. με -au- αντί -ο- οφείλεται στην παρετυμολ. σύνδεση της λ. orichalcum με το λατ. aurum «χρυσός»].