ορθοκέραμος

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

η
ειδικό διακοσμητικό κεραμίδι με ανάγλυφες παραστάσεις που τοποθετείται στα όρια της επικεράμωσης της στέγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + κέραμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α. Κουμανούδη].