ορμηνεύω

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

(Μ ὁρμηνεύω)
συμβουλεύω, καθοδηγώ, νουθετώ
νεοελλ.
1. υποδεικνύω σε κάποιον κάτι
2. φρ. «μάρτυρας ορμηνεμένος» — μάρτυρας που καταθέτει ενώπιον του δικαστηρίου ό,τι του έχει υποδείξει ο διάδικος ο οποίος τον έχει προτείνει ως μάρτυρα
3. παροιμ. «ὁρμηνεύει το πουλί την όρνιθα» — λέγεται για νεαρούς και άπειρους οι οποίοι δίνουν συμβουλές σε ενήλικες και πεπειραμένους
μσν.
συνιστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὁρμηνεύω έχει σχηματιστεί από συνεκφορά της προσωπικής αντων. σοῦ με το ρ. ἑρμηνεύω: σοῦ ἑρμηνεύω > σὀρμηνεύω > ὁρμηνεύω (ου + ε > ο), πρβλ. και ἀρμηνεύω].