υποδεικνύω
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
Greek Monolingual
ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω]
δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος του υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς», ΚΔ
γ. «ὑπέδειξεν αὐτοῖς οἵους εἶναι χρή...», Ισοκρ.)
νεοελλ.
1. προτείνω, εισηγούμαι κάτι («οι ενδιαφερόμενοι υπέδειξαν αυτή την λύση»)
2. πληροφορώ κάποιον για κάτι, καθοδηγώ κάποιον («του υπέδειξα ποια πορεία να ακολουθήσει»)
3. δείχνω, σημειώνω το σημείο στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι («ο γεωλόγος υπέδειξε το μέρος στο οποίο έπρεπε να γίνει η γεώτρηση»)
μσν.-αρχ.
δείχνω, φανερώνω τη θέληση μου με κάποιον τρόπο («οἱ θεοὶ οὕτως ὑποδεικνύουσι», Ξεν.)
αρχ.
1. δείχνω κάτι χαράζοντας, σημειώνοντας («κατέτεινε σχοινοτενέας διώρυχας...», Ηρόδ.)
2. προβάλλω ως υπόδειγμα, θέτω ως πρότυπο («τοῦ διδασκάλου πονηρῶς τι ὑποδεικνύοντος», Ξεν.)
3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («αὐτοὶ ἂν φαινοίμεθα ἐχθίονα ἢ ὁ μὴ ὑποδείξας ἀρετὴν κατακτώμενοι», Θουκ.)
4. παριστάνομαι («ἀεὶ τὸν ὑποδείξαντα ποτὲ μὲν ὑπὸ τῆς... ἀρχῆς ἐπισκοτεῖσθαι», Πολ.).