οροεμβολιασμός

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο
ιατρ. εμβολιασμός που γίνεται σε συνδυασμό με τη χορήγηση ειδικού ορού.