χορήγηση

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

η / χορήγησις, -ήσεως, ΝΜΑ χορηγώ
νεοελλ.
1. η ενέργεια του χορηγώ
2. φρ. «τραπεζικές χορηγήσεις» — τα πάσης φύσεως δάνεια που δίνουν οι τράπεζες στους πελάτες τους
μσν.-αρχ.
καταβολή τών δαπανών
αρχ.
1. δαπάνη
2. προμήθεια, εφόδιο.