οροπυώδης

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

-ες
αυτός που αποτελείται από ορό και πύον, ο ορώδης και συγχρόνως πυώδης.