ορυκτήριος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

ὀρυκτήριος, -ία, -ον (Μ)
1. κατάλληλος για όρυξη, για εκσκαφή του εδάφους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρυκτήριον
σκαπτικό εργαλείο, ο όρυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα -τήριος (πρβλ. διδακτήριος)].