οστεομετρία

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

η
ανθρωπολ. η μελέτη του ανθρώπινου σκελετού με μετρικές μεθόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteometry < ὀστέον / ὀστοῦν + -μετρία].