οστεοπέτρωση
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Greek Monolingual
η
ιατρ. η οστεομαρμάρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteopetrosis < ὀστέον / ὀστοῦν + πέτρα.