οστεόλιπος

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

το
χημ. λιπαρή μάζα που λαμβάνεται από οστά με βρασμό, εκχύλιση ή κατεργασία με υδρατμούς υπό πίεση.