οστεόμορφος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει τη μορφή οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπόμορφος].