οστεόμορφος

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει τη μορφή οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπόμορφος].