οστεώνω

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Greek Monolingual

[[οστέον / οστούν]]
1. μεταβάλλω κάτι σε οστό
2. (συν. το μέσ.) οστεώνομαι
(για χόνδρο) μεταβάλλομαι σε οστό.