οστεώνω

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10

Greek Monolingual

[[οστέον / οστούν]]
1. μεταβάλλω κάτι σε οστό
2. (συν. το μέσ.) οστεώνομαι
(για χόνδρο) μεταβάλλομαι σε οστό.