δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
ὀστρακεύς, -έως, ὁ (Α)κεραμέας, κατασκευαστής πήλινων ειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. -εύς (πρβλ. κεραμεύς)].