ουκέτι

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

οὐκέτι και οὐκ ἔτι (Α)
επίρρ. όχι πια, όχι πλέον, σε αντιδιαστολή προς το οὔπω, που σημαίνει όχι ακόμη.