ουκέτι

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

οὐκέτι και οὐκ ἔτι (Α)
επίρρ. όχι πια, όχι πλέον, σε αντιδιαστολή προς το οὔπω, που σημαίνει όχι ακόμη.