ούνιος

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

οὔνιος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «εὖνις, δρομεύς, κλέπτης».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει].