τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
οὔνιος (Α)(κατά τον Ησύχ.) «εὖνις, δρομεύς, κλέπτης».[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει].