ούρο

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ oὖρον)
συν. στον πληθ. τα ούρα
λεπτόρρευστο ή παχύρρευστο διάλυμα τών άχρηστων προϊόντων του μεταβολισμού και ορισμένων άλλων, συχνά τοξικών, ουσιών, τα οποία απομακρύνονται από την κυκλοφορία του αίματος και απεκκρίνονται από τον οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. οὐρῶ].