ούρο

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

το (ΑΜ oὖρον)
συν. στον πληθ. τα ούρα
λεπτόρρευστο ή παχύρρευστο διάλυμα τών άχρηστων προϊόντων του μεταβολισμού και ορισμένων άλλων, συχνά τοξικών, ουσιών, τα οποία απομακρύνονται από την κυκλοφορία του αίματος και απεκκρίνονται από τον οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. οὐρῶ].