ούρο
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
Greek Monolingual
το (ΑΜ oὖρον)
συν. στον πληθ. τα ούρα
λεπτόρρευστο ή παχύρρευστο διάλυμα τών άχρηστων προϊόντων του μεταβολισμού και ορισμένων άλλων, συχνά τοξικών, ουσιών, τα οποία απομακρύνονται από την κυκλοφορία του αίματος και απεκκρίνονται από τον οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. οὐρῶ].