ούρον

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

oὖρον, τὸ (Α)
1. το διάστημα στο οποίο εκτείνεται μια κίνηση, όριο, τέρμα
2. στον πληθ. τὰ οὖρα
τα όρια
3. φρ. «oὖρα μυάς» — το φυτό μολόχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όρος (Ι)].