Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ούρον

From LSJ

Greek Monolingual

oὖρον, τὸ (Α)
1. το διάστημα στο οποίο εκτείνεται μια κίνηση, όριο, τέρμα
2. στον πληθ. τὰ οὖρα
τα όρια
3. φρ. «oὖρα μυάς» — το φυτό μολόχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όρος (Ι)].