οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home
oὖρον, τὸ (Α)1. το διάστημα στο οποίο εκτείνεται μια κίνηση, όριο, τέρμα2. στον πληθ. τὰ οὖρατα όρια3. φρ. «oὖρα μυάς» — το φυτό μολόχη.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όρος (Ι)].