πάζιον

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάζιον Medium diacritics: πάζιον Low diacritics: πάζιον Capitals: ΠΑΖΙΟΝ
Transliteration A: pázion Transliteration B: pazion Transliteration C: pazion Beta Code: pa/zion

English (LSJ)

τό, a gem, Hsch., Cyr.

Greek Monolingual

πάζιον, τὸ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου, το τοπάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του τοπάζιον που παραδίδεται από τον Ησύχιο (πρβλ. ταβάσιος, βάσιον)].