πάξαις

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monotonic

πάξαις: Δωρ. αντί πήξας, μτχ. αορ. αʹ του πήγνυμι· — πάξαιτο, Δωρ. γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.

Russian (Dvoretsky)

πάξαις: дор. part. к πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάξαις ptc. aor. act. van πήγνυμι.