πέμψη

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

η / πέμψις, ΝΑ πέμπω
1. η ενέργεια του πέμπω, αποστολή, στάλσιμο («ἀπὸ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος», Ηρόδ.)
2. φρ. «ἡ πέμψις τῶν νικητηρίων» — θριαμβευτική πομπή.