πέρλα

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η, Ν
το μαργαριτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. perlα].