πίμπλαντο
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monotonic
πίμπλαντο: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρατ. του πίμπλημι.
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
πίμπλαντο: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρατ. του πίμπλημι.