πίμπλαντο

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monotonic

πίμπλαντο: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρατ. του πίμπλημι.