πίμπλαντο

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source

Greek Monotonic

πίμπλαντο: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρατ. του πίμπλημι.