παγκτητικός

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκτητικός Medium diacritics: παγκτητικός Low diacritics: παγκτητικός Capitals: ΠΑΓΚΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: panktētikós Transliteration B: panktētikos Transliteration C: pagktitikos Beta Code: pagkthtiko/s

English (LSJ)

παγκτητική, παγκτητικόν, offull ownership, κυρεία Inscr.Perg.245 C46.

Greek Monolingual

παγκτητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παντελή κατοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κτητικός (< κτητός < κτῶμαι].