παλικινησία

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

η
ιατρ. συνεχής επανάληψη της ίδιας κίνησης, όπως συμβαίνει στις ψυχοκινητικές κρίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. palikinesie (< πάλι + κίνηση)].