παλιμβληθείς

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμβληθείς Medium diacritics: παλιμβληθείς Low diacritics: παλιμβληθείς Capitals: ΠΑΛΙΜΒΛΗΘΕΙΣ
Transliteration A: palimblētheís Transliteration B: palimblētheis Transliteration C: palimvlitheis Beta Code: palimblhqei/s

English (LSJ)

εῖσα, έν, ricochetting, βέλος Ruf.Interrog.60.

Greek Monolingual

παλιμβληθείς, -εῖσα, -έν (Α)
(για βέλος) αυτός που ρίχθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. αορ. ενός αμάρτυρου ρ. παλιμβάλλω].