παντόφωνος

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποδίδει κάθε ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύφωνος].