παντόφωνος

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποδίδει κάθε ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύφωνος].